ευνουχισμός

ευνουχισμός
castration

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • εὐνουχισμός — castration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνουχισμός — Η εκτομή των γεννητικών οργάνων (όρχεις) του αρσενικού. Ο ε. προκαλεί εξαφάνιση των δευτερευόντων χαρακτήρων του φύλου αλλά και της σεξουαλικής παρόρμησης. Στα ζώα εκτροφής, ο ε. γίνεται για οικονομικούς λόγους, για να γίνονται δηλαδή πιο παχιά… …   Dictionary of Greek

  • ευνουχισμός — ο 1. αφαίρεση των γεννητικών αδένων αρσενικού ζώου ή ανθρώπου, αλλ. μουνούχισμα. 2. μτφ., αφαίρεση ικανότητας ή δικαιώματος από τον άνθρωπο: Ευνουχισμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐνουχισμοῖς — εὐνουχισμός castration masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχισμοῦ — εὐνουχισμός castration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχισμούς — εὐνουχισμός castration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχισμῶν — εὐνουχισμός castration masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχισμῷ — εὐνουχισμός castration masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχισμόν — εὐνουχισμός castration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • ακρωτηριαζόμενος — Αυτός που γίνεται ευνούχος μετά από χειρουργική επέμβαση, κυρίως για λόγους θρησκευτικούς. Αναφέρονται αρκετές τέτοιες περιπτώσεις χριστιανών (όπως ο Ωριγένης, δάσκαλος της Αλεξανδρινής σχολής), οι οποίοι ερμήνευαν κατά λέξη σχετικές περικοπές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”